Ένας από τους υπουργούς της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, το 1974, είχε πάρει με το αυτοκίνητό του, το οποίο οδηγούσε ο ίδιος χωρίς σωματοφύλακες, κάποιον χωροφύλακα που του έκανε οτοστόπ. Να θυμίσω απλώς πως η τηλεόραση δεν είχε ακόμη μπει στην καθημερινή ζωή και την περίφημη «αναγνωρισιμότητα» των πολιτικών την έφτιαχναν οι φωτογραφίες των εφημερίδων, το πρόσωπό τους δεν είχε τη δύναμή του «άμα τη εμφανίσει».
Ο χωροφύλακας λοιπόν δεν αναγνώρισε τον υπουργό και εκμεταλλευόμενος τη δύναμη που είχε η στολή του στο καθεστώς των συνταγματαρχών, δύναμη η οποία ακόμη αντιστεκόταν, του έδινε διάφορες εντολές. «Θα πας από δω, στρίψε αριστερά, ίσια και φτάσαμε, μ’ αφήνεις στη γωνία». Ο υπουργός, ο οποίος δεν αποκάλυψε την ιδιότητά του ως το τέλος, λίγο πριν τον αποχαιρετήσει τον ρώτησε: «Καλά όλα αυτά αγαπητέ κύριε, αλλά γιατί μου μιλάτε στον ενικό;». Κι εκείνος, ειλικρινά απορημένος, τον αποστόμωσε με ένα: «Δημοκρατία έχουμε και τώρα μιλάμε στη δημοτική».
Ο άνθρωπος προσπαθούσε, με τον τρόπο του, να προσαρμοσθεί στα νέα ήθη των καιρών.
Ας προσθέσουμε σε αυτά και τους κανόνες της στοιχειωδώς ευγενούς συμπεριφοράς που εξοβελίστηκαν ως δείγμα υποκρισίας για να έχουμε πληρέστερη εικόνα της επανάστασης των ηθών. Ο λαός, και όλοι θέλαμε να ανήκουμε στον λαό εξαιρουμένων των μικροαστών, είχε χορτάσει από ησυχία, τάξη, ασφάλεια και εν γένει πειθαρχημένη συμπεριφορά ώστε, εν τη σοφία του, να θέλει να γλεντήσει τη δημοκρατία απαλλαγμένος από τέτοιου είδους περιορισμούς. Η τιμωρία, οποιαδήποτε τιμωρία, ακόμη και αυτή που επιβάλλεται στη σχολική τάξη ταυτίστηκε με την αντιδημοκρατική συμπεριφορά.
Αντιδημοκρατικοί έφτασαν να θεωρούνται ακόμη και οι κανόνες τήρησης της γραμματικής, του συντακτικού, της ορθογραφίας, του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, καθώς και της προτεραιότητας όταν περιμένεις στην ουρά. Κι έτσι φτιάξαμε μια ευτυχισμένη κοινωνία που παρήγαγε ανενόχλητη θόρυβο και αταξία και αισθανόταν ασφαλής επειδή κανείς δεν φρόντιζε για την ασφάλειά της. Οι εκπρόσωποι του έθνους, οι συνδικαλιστές, οι τηλεοπτικοί προφήτες, όπως και όλοι οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί, μηδέ της εκπαίδευσης και της Εκκλησίας εξαιρουμένων, κρίνονταν από την ικανότητά τους να οργανώσουν αυτό το χαριτωμένο χάος της αυθαιρεσίας. Τόσο χαριτωμένο το βρίσκαμε που φτάσαμε να τραγουδάμε εκείνο το περίφημο «Σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε».
Ώσπου μια μαύρη μέρα ξυπνήσαμε όλοι μαζί και ανακαλύψαμε ότι σε κανέναν δεν αρέσουμε. Και το χειρότερο δεν αρέσουμε ούτε σε μας τους ίδιους. Δεν ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον και δεν ανεχόμαστε την εικόνα του εαυτού μας στον καθρέφτη.
Έχοντας απαξιώσει κάθε κύτταρο βιώσιμης κοινωνικής συμπεριφοράς, ψάχνουμε τώρα τις λίστες των προγραφών για να δούμε τι και ποιος μας φταίει. Παραγνωρίζοντας το γεγονός πως αν δεν είχαμε κουρελιάσει τη δημοκρατία τα δισ. που έφαγε ο ένας και ο άλλος θα ήταν τεχνικό και όχι υπαρξιακό πρόβλημα ολόκληρου του Έθνους.